- κρανιοθηρία
- Κυνήγι των ανθρώπινων κεφαλών από τις πρωτόγονες και άγριες φυλές. Βλ. λ. κυνηγοί κεφαλών.
* * *η(σε πρωτόγονους λαούς) το έθιμο τής θήρας ανθρώπινων κεφαλών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + -θηρία (< -θηρῶ < -θήρας < θήρα), πρβλ. λαθρο-θηρία, φαλαινο-θηρία].
Dictionary of Greek. 2013.